ησκιάζω

ησκιάζω
μετ.
1) затенить; 2) жив. оттенять; 3) закрывать, заслонять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ησκιάζω" в других словарях:

  • ησκιάζω — σκιάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσκι ος + κατάλ. –άζω (πρβλ. ερημάζω < έρημος)] …   Dictionary of Greek

  • ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»